σκορτσάρω

σκορτσάρω
και σκορσάρω Ν [σκόρτσο]
(αμτβ.) ενεργώ ως αντίθετη δύναμη, προβάλλω αντίσταση, πάω ή βάζω κόντρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκορτσάρω — (λ. ιταλ.), ενεργώ αντίθετα σε κάποια δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορτσάρισμα — το, Ν [σκορτσάρω] το αποτέλεσμα τού σκορτσάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”